Παύλου Εὐδοκίμωφ

«Καί πρωί ἔννυχα λίαν ἀναστάς ἐξῆλθε καί ἀπῆλθε, εἰς ἔρημον τόπον, κακεῖ προσηύχετο».

Ὁ «ἔρημος τόπος» κατά τούς ἀσκητάς ἐσωτερικεύεται καί σημαίνει τήν αὐτοσυγκέντρωση ἑνός πνεύματος συγκεντρωμένου στόν ἑαυτό του καί σιωπηλοῦ. Σ’ αὐτό τό ἐπίπεδο, ὅπου ὁ ἄνθρωπος κατορθώνει ἐπιτέλους νά σιωπήσει, τοποθετεῖται ἡ ἀληθινή προσευχή καί ὁ ἄνθρωπος δέχεται τήν ἐπίσκεψη τοῦ μυστηρίου.

Γιά νά ἀκούσουμε τή φωνή τοῦ Λόγου, πρέπει νά μάθουμε ν’ ἀκοῦμε τή σιωπή του· καί πρέπει νά τό μάθουμε, κυρίως, γιατί αὐτή εἶναι ἡ γλώσσα  τοῦ  «μέλλοντος αἰῶνος». Ἡ «σιωπή τοῦ πνεύματος» εἶναι ἀνώτερη ἀκόμα καί ἀπό τήν προσευχή.

Ἡ ἐμπειρία τῶν Πατέρων εἶναι κατηγορηματική: ἄν στή ζωή μας δέν ξέρουμε νά δίνουμε θέση στήν περισυλλογή καί στή σιωπή, εἶναι ἀδύνατον νά φθάσουμε σ’ ἕνα ἀνώτερο ἐπίπεδο καί νά μπορέσουμε νά προσευχόμαστε στούς δημόσιους χώρους. Ἡ προσευχή μᾶς κάνει νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι ἕνα μέρος τῆς ὑπάρξεώς μας εἶναι βουτηγμένο στήν ἀμεσότητα, διαρκῶς ἐμπερίστατο διασπασμένο, καί ὅτι ἕνα ἄλλο μέρος τῆς ὑπάρξεώς μας τό παρατηρεῖ μέ ἔκπληξη καί συμπόνια.

Subscribe to Email