Ἐπισκόπου Ἀμαθοῦντος Νικολάου

 Ἕνα ἀπό τά πλέον σοβαρά προβλήματα τά ὁποῖα ἔχει νά ἀντιμετωπίσει ἡ κοινωνία κάθε ἐποχῆς εἶναι καί αὐτό τῆς φτώχειας. Ἄν καί ἡ ἀνθρωπότητα ἔχει προοδέψει στούς περισσότερους τομεῖς καί καυχᾶται γιά τά ἐπιτεύγματά της, ἐν τούτοις δέν μπόρεσε νά μειώσει καί νά ἐλέγξει αὐτό τό πρόβλημα. Καί αὐτό γιατί εἴτε δέν εἴδαμε τά πραγματικά αἴτια πού ὁδηγοῦν σ’ αὐτή εἴτε γιατί ἡ ἀντιμετώπιση εἶναι περιστασιακή χωρίς σωστό προγραμματισμό.

Ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ἀναφορικά μέ τά ὑλικά ἀγαθά εἶναι ὅτι αὐτά δημιουργήθηκαν ἀπό τόν Θεό γιά σωστή χρήση καί γιά τήν ἐπιβίωση τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ θέση αὐτή δέν συνεπάγεται σέ καμία περίπτωση εὐνοϊκή ἀντιμετώπιση τοῦ πλούτου ἤ ἀποδοχή τῆς συγκέντρωσης ὑλικῶν ἀγαθῶν πού συνδέεται συνήθως μέ τήν ἀδικία καί τήν πλεονεξία καί στό τέλος ἀντί χρήση νά γίνεται κατάχρηση καί παράχρησή τους. 

Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός πέρασε τήν ἐπίγεια ζωή του φτωχικά καί ἀπέριττα, χωρίς νά ἔχει "ποῦ τήν κεφαλήν κλίνει». Ἀνάλογο τρόπο ζωῆς ὑπέδειξε καί στούς μαθητές του καί σέ ὅσους θά τόν ἀκολουθήσουν. Ὁ Χριστός ἀκόμη καμιά ἄλλη κακία δέν κατέκρινε τόσο αὐστηρά ὅσο τήν ἀγάπη καί προσκόλληση   στόν   πλοῦτο.   Ἡ   κατάκριση   αὐτή   ἀποβλέπει   τόσο   στήν καταπολέμηση τῆς κοινωνικῆς ἀδικίας καί τήν ἀποκατάσταση τῆς κοινωνικῆς δικαιοσύνης ὅσο κυρίως στήν ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν ὑποδούλωσή του στήν ὕλη καί τόν πλοῦτο. 

Κατά τόν Ἅγιο Συμεών τόν νέο Θεολόγο ὅλα τά πράγματα τοῦ κόσμου εἶναι κοινά γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους ὅπως ἀκριβῶς τό φῶς καί ὁ ἀέρας πού ἀναπνέουμε. Ὅλα ἔχουν γίνει γιά νά τά ἀπολαμβάνουμε καί νά τά χρησιμοποιοῦν ὅλοι χωρίς νά τά ἐξουσιάζει κανείς. Ἡ ἰδιοκτησία εἶναι φαινόμενο πού δημιουργήθηκε ἀπό τήν πλεονεξία τοῦ ἀνθρώπου. Ἀλλά καί ὁ Μέγας Βασίλειος ὁ ὁποῖος ἵδρυσε τήν περίφημη Βασιλειάδα μέ τά γηροκομεῖα, τά πτωχοκομεῖα, ὀρφανοτροφεῖα κ.ἄ., προκειμένου νά θεραπεύσει τόν πόνο, τήν φτώχεια καί τήν ποικίλη δυσκολία τῶν ἀνθρώπων, στό ἐρώτημα ποιόν ἀδικῶ κατέχοντας τά δικά μου ἀπαντάει: «Ποιά εἶναι τά δικά σου; Ἀπό ποῦ τά πῆρες καί τά διατηρεῖς στή ζωή σου;». Ὁ πλούσιος μοιάζει μέ αὐτόν πού μπαίνει στό θέατρο καί ἐμποδίζει τήν εἴσοδο τῶν ἄλλων θεωρώντας ἀποκλειστικά δικό του αὐτό πού προσφέρεται σέ ὅλους. 

Παρατηρεῖ ἀκόμη ὁ μεγάλος ὄντως αὐτός Ἱεράρχης ὅτι ὁ πλούσιος δέν διαφέρει οὐσιαστικά ἀπό τόν πλεονέκτη ἤ ἀκόμα καί ἀπό τόν κλέφτη, διευκρινίζοντας: Ποιός εἶναι ὁ πλεονέκτης; Αὐτός πού δέν ἀρκεῖται εἰς τήν αὐτάρκεια. Ποιός δέ εἶναι ὁ ἅρπαγας; Αὐτός πού ἀφαιρεῖ αὐτά τά ἴδια πού ἐδέχθη πρός διαχείρισιν. Ἐάν αὐτός πού ἀπογυμνώνει τόν ντυμένο θά ὀνομασθεῖ λωποδύτης, ἐκεῖνος πού δέν ἐνδύει τόν γυμνόν, ἐνῶ μπορεῖ νά τό κάνει, ἀξίζει νά ὀνομασθεῖ διαφορετικά; Καί συνεχίζει ὁ Μέγας Βασίλειος: Τό ψωμί πού κρατᾶς ἐσύ εἶναι αὐτοῦ πού πεινᾶ. Τό ἔνδυμα πού φυλάσσεις στίς ἱματιοθῆκες σου εἶναι αὐτοῦ πού γυμνητεύει. Τά παπούτσια πού σαπίζουν σέ σένα εἶναι τοῦ ξυπόλυτου. Τό ἀργύριον πού ἔχεις παραχωμένον εἶναι αὐτοῦ πού τό χρειάζεται. Λοιπόν τόσους ἀδικεῖς, ὅσους μποροῦσες νά εὐεργετήσεις! 

Στό μεγάλο ὄντως πρόβλημα τῆς φτώχειας ἡ Ἐκκλησία  προβάλλει τήν ἐντολή τῆς ἀγάπης καί τήν πνευματική θυγατέρα της, τήν ἐλεημοσύνη ὡς τρόπον ἀντιμετώπισης καί θεραπείας της. Ὅταν ὁ Χριστός μιλᾶ γιά τήν κρίση τῶν ἀνθρώπων κατά τήν ἔσχατη ἡμέρα προβάλλει ὡς κριτήριο τήν ἔμπρακτη ἀγάπη, δηλαδή ἐάν ἐλεήσαμε καί βοηθήσαμε τόν ἐνδεῆ καί πάσχοντα ἀδελφό μας. Καί τό πιό σημαντικό εἶναι ὅτι ὁ Κύριος θεωρεῖ ὅτι αὐτά πού προσφέρουμε στό συνάνθρωπό μας, τόν ἀδελφό μας, εἶναι ὡσάν νά τά προσφέρουμε στόν ἴδιον. Ὅπως λέει καί στήν Παλαιά Διαθήκη «ἐλεεῖς πτωχῷ δανείζεις Θεῷ», ὁ ὁποῖος θά σοῦ τά ἀνταποδώσει ἑκατονταπλάσια.

Subscribe to Email