Ἀρχ. Παύλου Ἐγγλεζάκη

Ὁ ὄλεθρος τοῦ ’74, προετοιμασμένος στήν πνευματική πτώση τῶν ’60, ἄνοιξε ξαφνικά τά μάτια μας στήν πραγματική μας πτωχεία, τήν πενία, καί τήν γυμνότητα. Ὑπό μία ἔννοια τούς τελευταίους δυό αἰῶνες ἔτσι πάντα συνέβαινε μέ τόν ἑλληνισμό. Ἡ Ἑλλάς εἶχε τήν τόλμη νά ἀποκτήσει τήν ἐλευθερία της, δέν εἶχε τήν ἀρετή νά τήν διατήρησει. Ἤξερε νά ἀπελευθερωθεῖ, δέν ἤξερε νά ζήσει ἐλεύθερα. Δέν ἤξερε δηλαδή τί νά κάνει μέ τήν ἐλευθερία της. Κι ἐμεῖς ἐδῶ τό ἴδιο: ξέραμε ν’ ἀπαιτήσουμε τήν ἐλευθερία ἐκλογῆς, δέν ξέραμε ὅμως νά ἐκλέξουμε τήν ἐλευθερία.  Κι ὅμως αὐτό εἶναι τό βαθύ καί σπουδαῖο νόημα τῆς ἐλευθερίας. Πέρα ἀπό τήν ἐλευθερία τῆς ἐκλογῆς, ἡ ἐκλογή τῆς ἐλευθερίας. Δέν ἀρκεῖ δηλαδή νά ἀποκτήσει ὁ ἄνθρωπος τήν ἐλευθερία του ἀπό κάτι, πρέπει νά τήν ἀποκτήσει καί γιά κάτι. Γιατί ἡ ἐλευθερία δέν εἶναι μόνο ἔννοια, ἀρνητική, μά ἐν πρώτοις θετική, ζεῖ μόνο σάν ἐλεύθερη δημιουργικότης, εἶναι δημιουργική καί δυναμική καί δέν νοεῖται σάν στάση ἤ ἁπλῶς διατήρηση.

Στήν ἐτυμολογία της ἡ λέξη ἔχει σχέση μέ τό ρῆμα «ἔρχομαι» (ἐλεύθω) καί ἐλεύθερος νοεῖται αὐτός πού «μπορεῖ νά πάει ὅπου θέλει». Εἶναι δηλαδή ἐλευθερία κινήσεως. Ἀσφαλῶς τό σπουδαιότερο δέν εἶναι τόσο ἡ κίνηση καθαυτή, ἀλλά ἡ κίνηση πρός κάτι καί μάλιστα πρός τό ὀρθό «κάτι». Αὐτό εἶναι τό σημαντικό, τό δέ σημαντικότερο ἀκόμα εἶναι τό γιατί κινεῖται πρός τά ἐκεῖ. Δέν ἀρκεῖ, μέ ἄλλα λόγια, ὁ σκοπός, πρωτεύει τό ἐλατήριο, ὁ λόγος. Τοῦτο τό τελευταῖο εἶναι τονισμός καθαρά χριστιανικός, γιατί οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ἔτειναν νά βλέπουν τελολογικά τήν ἀρετή, παρά δυναμικά. Ἡ κάθαρση τῆς προθέσεως καί τοῦ ἐλατηρίου εἶναι αἴτημα χριστιανικό, καθώς καί ἡ καθαρότης τοῦ μέσου.

Ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι πραγματικότης τραγική. Ἡ τραγωδία τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶναι παρά ἡ τραγωδία τῆς ἐλευθερίας του, ὅπως καί τό μεγαλεῖο του δέν εἶναι παρά τό μεγαλεῖο τῆς Ἐλευθερίας του. Ἀφαιρέστε τήν ἐλευθερία του. Τοῦ ἀφαιρᾶς τόν κόπο τῆς ἀπόφασης, τόν κίνδυνο τοῦ λάθους, τό ὑπεύθυνο τῆς πράξης. Τόν κάνεις ἴσως εὐτυχή, τοῦ δίνεις πρόοδο. Μά εἶναι ἡ εὐτυχία καί ἡ πρόοδος καί ἡ ἰσότης τοῦ φυτοῦ, ἄνθρωπος πιά δέν εἶναι. Ἐλευθερία εἶναι τό δικαίωμα τῆς προσωπικῆς πείρας, τῆς ὑπευθυνότητας, τῆς ἀνισότητας (φαινομένου γενικοῦ καί ἀμετάβλητου τῆς φύσεως στήν ὀμορφιά, τήν ποικιλία καί τήν ἁρμονική ἑνότητά της, πού δέν πρέπει νά συγχίζεται μέ τήν ἰσοπολιτεία).

Στό βάθος, ὅπως τό εἶδαν ὅλες οἱ μεγάλες θρησκεῖες τῆς γῆς, ἐλευθερία εἶναι ἡ ἐλευθερία ἀπό τήν ἁμαρτία, ἡ λύτρωση ἀπό τόν ζυγό τῆς ἐπιθυμίας, τοῦ θυμοῦ, τῆς φιλοκτημοσύνης, τῆς νωθρότητας… Ἡ ἀπελευθέρωση ἀπό τήν πηγή κάθε ἁμαρτίας, τήν ὑπερηφάνεια καί τόν ἐγωϊσμό σάν φιλαυτία, αὐτοερωτισμό, ἐγωκεντρισμό καί ἰδιοτέλεια. «Γνώσεσθε τήν ἀλήθεια καί ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς» (Ἰωάν. 8,53), διδάσκει ὁ Χριστός. Μόνο ἡ θεογνωσία ὡς θεοκοινωνία ἠμπορεῖ νά ἐλευθερώσει τόν ἄνθρωπο στήν ἀληθινή ἐλευθερία τοῦ τέκνου τοῦ Θεοῦ, τή μόνη πού ἀξίζει νά ἔχει ὁ ἄνθρωπος. Μία ἐλευθερία πού δέν χύνει τό αἷμα τῶν ἄλλων γιά νά ἔλθει, μά πού χύνει τό δικό της αἷμα στόν ὑπέρτατο βωμό τῆς αὐταπάρνησης, τῆς πραότητας, τῆς ἀγάπης καί τῆς ταπείνωσης μπροστά στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ, καί τοῦ κάθε ἀνθρώπου, καί τοῦ κάθε κτίσματος.

«Φωνή Κυρίου ἐπί τῶν ὑδάτων. Νῆσός τις ἔστι».

 

 

Subscribe to Email