Νικολάου, μητρ. Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς

Ὁ χορηγός, ὁ ὁδηγός, ὁ ὑπερασπιστής, ὁ Κύριος

«Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου...»· ἔτσι προσφωνοῦμε τὸν Θεό. Κύριε, Σὺ ποὺ εἶσαι ὁ κυρίαρχος, ὁ ὁποῖος κυβερνᾶς καὶ δεσπόζεις στὴ ζωή μου. Ἡ ἔκφραση αὐτὴ εἶναι παρμένη ἀπὸ τὸ βιβλίο Σοφία Σειράχ, στὸ ὁποῖο ἐπίσης ὑπάρχει καὶ ἄλλη μία σχετικὴ ἀναφορά: «Κύριε καὶ Θεὲ τῆς ζωῆς μου». Ὁ Κύριος εἶναι ὁ χορηγὸς τῆς ζωῆς, αὐτὸς ποὺ δίνει τὴ ζωή. Ὁ Κύριος εἶναι ὁ ὁδηγὸς τῆς ζωῆς, αὐτὸς ποὺ κατευθύνει τὴ ζωή. Ὁ Κύριος εἶναι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς ζωῆς, ὅπως λέγει ὁ ψαλμωδός (Ψαλμ. 26,1). Ὁ Κύριος εἶναι αὐτὸς στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ ζωή μας.

Ξεκινοῦμε τὴν προσευχὴ μας ὁμολογώντας μὲ ὅλα τὰ κύτταρα τῆς ὑποστάσεώς μας ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ὁ Κύριος τῆς ψυχῆς μας. Σὰν νὰ λέμε ὅτι ἐγὼ δὲν θέλω νὰ κυβερνῶ τὴν ψυχή μου. Θέλω ὅλες τὶς λεπτομέρειες νὰ τὶς ρυθμίζει ὁ Θεός, ὅλες της τὶς γωνιὲς Αὐτὸς νὰ τὶς φωτίζει. Παντοῦ Αὐτὸς νὰ ἔχει τὸ δικαίωμά Του καὶ σὲ κάθε σημεῖο της νὰ ἐπαληθεύεται ἡ δική Του παρουσία. «Ἐν ταῖς χερσί σου οἱ κλῆροι μου» λέγει κάπου ἀλλοῦ ὁ ψαλμωδός (Ψαλμ. 30,16)· ὅτι στὰ χέρια Σου βρίσκονται οἱ τύχες τῆς ζωῆς μου. Ὅλη μας ἡ ζωή, ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ μέχρι καὶ τὸ τέλος της, τὰ γεγονότα τὰ ὁποῖα συμβαίνουν ἐνδιαμέσως, οἱ γνωριμίες ποὺ κάνουμε, οἱ ἀφορμὲς τῆς σωτηρίας ποὺ ἔχουμε, οἱ πειρασμοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους περνᾶμε, ὅλα εἶναι στοιχεῖα τὰ ὁποῖα βρίσκονται κάτω ἀπὸ τὸ βλέμμα τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ ὁποῖα μποροῦμε ἐμεῖς νὰ τὰ ἀναθέσουμε σὲ Ἐκεῖνον, ὥστε Αὐτὸς νὰ φροντίσει τὸ πῶς θὰ τὰ ἀντιμετωπίσουμε, ἢ θὰ τὰ διαχειρισθοῦμε μὲ τὸν καλύτερο τρόπο.

Ξεκινοῦμε, λοιπόν, τὴν προσευχή μας μὲ αὐτὴν τὴν ὁμολογία, ὅτι ἡ ζωή μας πρῶτον δὲν μᾶς ἀνήκει -φοβερὸ πράγμα· γιὰ σκεφτεῖτε το!- καὶ δεύτερον ὅτι ἀνήκει στὸ σύνολό της, σὲ κάθε λεπτομέρειά της, σὲ κάθε φάση της καὶ ἐξ ὁλοκλήρου στὸν Θεό. Γιὰ φαντασθεῖτε τὸν ἑαυτό σας καὶ τὴ ζωή σας νὰ οἰκοδομεῖται πάνω σὲ αὐτὴν τὴν πραγματικότητα, ὅτι ἡ ζωή μου εἶναι ἕνα δῶρο σὲ ἐμένα, τὸ ὁποῖο τὸ ἐπιστρέφω αὐτοβούλως καὶ αὐτεξουσίως στὸν Δωρητή μου, ποὺ εἶναι ὁ Χριστός. Καὶ Αὐτὸς τὴν κυβερνᾶ! Πέφτω τὰ βράδια καὶ κοιμᾶμαι. Δὲν μὲ νοιάζει τίποτα. Δὲν φοβοῦμαι οὔτε τὶς δοκιμασίες μου, οὔτε τοὺς πειρασμούς μου, οὔτε τὸ τέλος μου, οὔτε τὸ τέλος τῶν ἀγαπημένων προσώπων μου, διότι ἡ ζωή τους εἶναι καὶ ζωή μου καὶ ἡ ζωὴ ὅλων μας ἀνήκει στὸν Θεό. Ἔτσι ξεκινοῦμε. Μὲ αὐτὸ τὸ ἄνοιγμα, μὲ αὐτὸ τὸ δόσιμο, μὲ αὐτὴν τὴν ἐλευθερία. «Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου».

Ἡ ἀργία

Τέσσερα πράγματα νὰ μὴν ἐπιτρέψεις νὰ συμβοῦν μέσα μου. «Πνεῦμα ἀργίας, περιεργίας, φιλαρχίας καὶ ἀργολογίας». Μὴν ἐπιτρέψεις νὰ ὑπάρξει μέσα μου μία κατάσταση ἀργίας, τεμπελιᾶς, ραθυμίας, ἀκηδίας, ἀδιαφορίας, ἀνορεξίας. Αὐτὸ θὰ πεῖ ἀργία. Νὰ εἶμαι ἀργός, βραδύς, χωρὶς ἐσωτερικοὺς παλμούς, χωρὶς δυναμικὸ μέσα στὴν ψυχή μου. Ἕνας μουδιασμένος, μαραμένος, χωρὶς ἐνδιαφέρον γιὰ πνευματικά. Φοβερὴ ἀρρώστια, ἰδίως τῆς ἐποχῆς μας. Πολλὲς φορὲς βλέπουμε νέα παιδιὰ ἀνόρεκτα, μᾶλλον κουρασμένα -νὰ τὴν πῶ τὴν λέξη - βαριεστημένα, χωρὶς διάθεση, χωρὶς χυμούς, χωρὶς ἐνθουσιασμό. Δὲν μποροῦμε ἔτσι νὰ προχωρήσουμε. Λέει στὸ σοφὸ βιβλίο τῆς Κλίμακος ὅτι ἡ ἀργία εἶναι περιεκτικὸν τοῦ θανάτου στοιχεῖον, εἶναι κάτι τὸ ὁποῖο θυμίζει τὸν θάνατο στὸν ἄνθρωπο. Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ προχωρήσει στὴ ζωὴ ἕνας ὁ ὁποῖος διακρίνεται ἀπὸ τεμπελιά; Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ ἀκηδία, αὐτὴ ἡ περὶ τὰ πνευματικὰ ἀδιαφορία, θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας ὡς ἕνα ἀπὸ τὰ ἑπτὰ θανάσιμα, ὀλέθρια γιὰ τὴν ψυχή μας, ἁμαρτήματα. Αὐτὸ εἶναι ἡ ἀκηδία, ἡ ἀργία. Αὐτὸ θέλει βία καὶ πίεση γιὰ νὰ καταπολεμηθεῖ. «Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτὴν» (Ματθ. 11,12).

Αὐτοὶ ποὺ ξέρουν νὰ ζορίζονται, νὰ ἀσκοῦνται, νὰ ἐπιμένουν, νὰ ἀγωνίζονται, αὐτοὶ ἁρπάζουν τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Αὐτοὶ ποὺ ἀργοῦν, ποὺ τεμπελιάζουν, ποὺ δὲν μποροῦν, ποὺ παραδίδονται ἔτσι στὸν χαλαρὸ ἑαυτὸ τους αὐτοὶ μένουν δίχως γεύσεις, δίχως καρπούς. Αὐτὸ μὲ δύο λέξεις σημαίνει, χωρὶς ἀγώνα, χωρὶς ἄσκηση, τὰ πράγματα δὲν θὰ μπορέσουν νὰ πάρουν τὴν καλὴ πορεία γιὰ τὴν ψυχή μας. Νά γιατὶ ξεκινοῦμε τὴ σαρακοστιανὴ προσευχή μας ζητώντας νὰ μὴν ἐπιτρέψει ὁ Θεὸς τὴν ἀργία καὶ τὴν ἀκηδία καὶ τὴ ραθυμία στὴν ψυχή μας.

Ἡ περιέργεια

«Πνεῦμα», ἐπίσης, «περιεργίας». Ἐὰν ἡ ἀργία εἶναι τὸ νὰ χαθεῖ κανείς μέσα στὸ τίποτα, ἡ περιέργεια εἶναι τὸ ἐντελῶς ἀντίθετο: νὰ σκορπίζεται μέσα στὸ παντοῦ, νὰ χώνεται παντοῦ καὶ πάντα. Νὰ θέλει νὰ τὰ μάθει κανεὶς ὅλα. Λέει ἕνας ἀπὸ τοὺς Πατέρες: «μισῶ τὸ χαμερπὲς πάθος τῆς περιεργίας». Αὐτὸ τὸ πάθος τῆς περιεργίας ποὺ μὲ κάνει νὰ σέρνομαι χαμηλά. Αὐτὸ θὰ πεῖ χαμερπές· σημαίνει νὰ ἕρπω χάμω. Αὐτὸ τὸ πάθος ἐνδημεῖ μεταξὺ τῶν χριστιανῶν. Διαβάζουμε πιὸ εὔκολα ἕνα κουτσομπολίστικο θρησκευτικὸ περιοδικὸ παρὰ τὴν Κλίμακα. Παρακολουθοῦμε πιὸ εὔκολα μία σκανδαλιστικὴ ἐκπομπὴ στὴν τηλεόραση παρὰ συμμετέχουμε σὲ μία ἀγρυπνία. Αὐτὴ εἶναι ἡ περιέργεια· νὰ ξέρεις, νὰ ψάχνεις τὴ ζωὴ τοῦ διπλανοῦ σου. Σὰν νὰ τὸν βλέπεις μὲ τὶς πιτζάμες τῆς ὑποστάσεώς του. Νὰ ἀνακαλύπτεις τὰ μυστικά του, χωρὶς κανέναν λόγο. Νὰ ἀφήνεις στὴν ἄκρη τὸν θησαυρὸ καὶ νὰ μπερδεύεσαι μὲ τὰ σκουπίδια.

Αὐτὸ δημιουργεῖ ἕναν σκορπισμό, μία διάχυση καὶ ἔτσι δὲν συγκροτεῖται ἡ ψυχή. Ζητοῦμε, λοιπόν, αὐτὸ τὸ πάθος, τὸ ὁποῖο, πάλι κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, ἀποψύχει τὴ θερμότητα τῆς ψυχῆς, δηλαδὴ ρίχνει τὴ θερμοκρασία της καὶ δὲν μπορεῖ νὰ θερμανθεῖ, ὥστε νὰ λειτουργήσει μὲ ἐνθουσιασμὸ καὶ βάθος, νὰ μὴν ἐπιτρέψει ὁ Θεὸς νὰ φωλιάσει μέσα μας.

Συνεχίζεται …

Πηγή: «Ἀπὸ τὸ καθ᾿ ἡμέραν στὸ καθ᾿ ὁμοίωσιν», ἐκδ. Ἐν πλῷ, 2008

Subscribe to Email