(ἤ, Τῶν «Χαιρετισμῶν» τὸ μέγα κλέος)

  Μνήμη ἱερὰ Μητροπολίτου Πέργης κυροῦ Εὐαγγέλου καὶ ταπεινὸ εὐχαριστήριο γιὰ τὴν παρακαταθήκη ποὺ μᾶς ἄφησε

π. Κωνσταντίνου Καλλιανού

Κάθε Παρασκευή, τώρα τὴ Μεγαλη Σαρακοστή, ἐκεῖ κατὰ  τὸ ἀπόβραδο, ἀνοίγουν οἱ ἐκκλησιές καὶ ὑποδέχονατι τοὺς ὅσους πιστοὺς νοιώθουν τὴν ἀνἀγκη νὰ μεταγγίσουν μέσα τους λίγα ψήγματα χαρᾶς, ἀγαλλιάσεως καὶ ἀφάτου συγκινήσεως. Εἶναι, βλέπεις,  ἡ ἄχραντη ἡ ὤρα, ποὺ θὰ ψαλλοῦν οἱ Χαιρετισμοὶ στὴ Χάρη Της, αὐτὰ τὰ ἀθάνατα κι ἀρυτίδωτα ἱερὰ ποιήματα, ποὺ ὁ πυρήνας τους  διασώζει ὅλη τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν  ἀταλάντευτη πίστη ἑνὸς λαοῦ. Τοῦ εὐγενοῦς καὶ ταπεινοῦ λαοῦ τῆς Χάριτος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Ἔτσι,  μέσα στὸ μυρωμένο ἀπόβραδο ποὺ ἁπλώνει ἀδίστακτα ἡ ἄνοιξη, καθὼς ἀνοιγεται πιὰ γύρω μας, ἀφήνονται μέσα στὶς ἐκκλησιὲς οἱ ὕμνοι πρὸς τὴν Παναγιά μας, μαζὶ μὲ ἐκεῖνα τὰ ἀτέλειωτα «Χαῖρε». Τὰ «Χαῖρε» ποὺ  μεταμορφώνουν τὰ μώβ τῆς Σαρακοστῆς σὲ  ἀναστασιμη χαρά, σὲ αἰσιοδοξία, ποὺ εἶναι ἀναμφίβολα φίλεμα οὐράνιο. Κι ἀκούγονται τὰ «Χαῖρε», ποὺ εὐωδιάζουν ἀπό τὰ φρεσκοκομμένα ἀνοιξιάτικα ἄνθη καὶ τὸ θυμίαμα τὸ εὔοσμον καὶ ποτίζουν μέχρι τὰ ἔσχατα κύτταρα τὸ εἶναι μας.

Ἀλήθεια, πόση ἀγαλλίαση δὲ φέρουν οἱ στιγμὲς αὐτές, καθὼς τὸ Σαρακοστιανὸ ἀπόβραδο τῆς Παρασκευῆς  γίνεται τὸ σύνορο ἐκεῖνο, ποὺ μᾶς περνάει στὴν ἄλλη μεριά, ἐκείνη τῆς χαρᾶς τῆς Ἀναστάσεως, ἀφοῦ Ἐκείνη,  «ἡ κόσμῳ τεκοῦσα σωτηρίαν», μᾶς ἀνοίγει τὴ θύρα τοῦ Σαββατοκύριακου, ὅπου «καταπαύει»( Γεν, 2, 3), γιὰ λίγο ἡ πορεία μας, ἀναπαυόμαστε κι ὕστερα συνεχίζουμε πάλι τὸ ταξίδι μας πρὸς τὸ Πάσχα. Ἔτσι, παραμερίζουμε γιὰ λίγο τὸ μισοσκόταδο τῶν προηγούμενων ἡμερῶν, τῶν ντυμένων μὲ τὰ πένθιμα τὰ χρώματα τῆς Σαρακοστῆς κι ἀφήνουμε τὸ Σταυροαναστασιμο τὸ φῶς,  ποὺ ἀκτινοβολοῦν οἱ Θ. Λειτουργίες τοῦ κάθε Σαββατοκύριακου, νὰ καταυγάσει λίγο τὸ εἶναι μας. Μέχρι νὰ ἔλθει τὸ ἀπόββραδο τῆς Κυριακῆς, ὅπου μὲ τὸν Κατανυκτικὸ τὸν Ἑσπερινὸ θὰ μᾶς φέρει καὶ πάλι στὸ «στάδιον τῶν ἀρετῶν», γιὰ νὰ συνεχίσουμε...

Ἔτσι ἡ ἀμείωτη χαρὰ τῆς κάθε Παρασευῆς μὲ τὴν  Ἀκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν  μᾶς συμμαζεύει γύρω ἀπὸ τὴν Παρουσία Της, ποὺ τὴν ίκετεύουμε νὰ γίνει «κλῖμαξ γῆθεν πάντας ἀνυψώσασα χάριτι, ἀλλὰ καὶ ἡ γέφυρα, ὥστε νὰ μᾶς μεταφέρει «ἐκ θανάτου πάντας, πρὸς ζωήν...»   Τί ἄλλο, δηλαδή;

Subscribe to Email