Ναί, Κύριε, «Κατευθυνθήτω ἡ προσευχή μου» καὶ ἐφέτος».

Εἰσάκουσόν μου»....

( ἤ, Οἱ βιωματικὲς καταθέσεις τῆς  Προηγιασμένης)

π. Κωνσταντίνου Καλλιανοῦ

Ἀνοίγεται σιγά-σιγὰ ἡ ἡμέρα καὶ ἐξατμίζει μάζὶ μὲ τὰ ἔσχατα μόρια τὴς χειμωνιάτικης ὑγρασίας καὶ τὰ ὅποια κατάλοιπα τοῦ ὕπνου, ποὺ ἁπλώνονται πάνω μας-δίχτυα μπερδεμένα, λές. Καντῆλες καὶ κεριὰ διανέμουν «φῶς ἰλαρό» καὶ οἱ ψαλμοὶ κατανύξεως διαθεση. «Τὸ πρωὶ εἰσακουσον τῆς φωνῆς μου...» λέμε, ἀλλὰ προσθέτουμε: «Τῶν πταισμάτων ἡμῶν τὸ χειρόγραφον διάρρηξον, Χριστέ ὁ Θεός καὶ σῶσον ἡμᾶς». Ἰκετήροι οἱ λόγοι λίγο πρὶν ὑψωθεῖ ὁ λόγος ὁ θεμελιακός: «Εὐλογημένη ἡ  Βασιλεία», ποὺ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴν πάμφωτο τὴν τῶν Προηγιασμένων Τιμιών Δώρων Θ. Λειτουργία.

Ναί, Εὐλογημένη, ὄντως, ἡ Βασιλέια Του, ποὺ φανερώνεται εὐεργετικὰ  μέσα στὸν βίο μας, καθὼς συμπυκνώνει μέσα της τὸ μέγεθος τῆς φιλανθρωπίας Του, τὴν ὁποία καὶ προαισθανόμαστε,  καθὼς ἀφουγκραζόμαστε τὰ θεόφερτα ρήματα τῆς εὐχῆς  «μετὰ τὸ ἀποτεθῆναι τὰ ἄγια ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τραπέζῃ» , ὅπου μὲ ἔμφαση τονίζεται: «Ὁ τῶν ἀρρήτων καὶ ἀθεάτων μυστηρίων Θεός, παρ’ᾧ οἱ θησαυροὶ τῆς σοφίας καὶ τῆς γνώσεως οἱ ἀπόκρυφοι, ὁ τῆν διακονίαν τῆς λειτουργίας ταύτης ἀποκαλύψας ἡμῖν καὶ θέμενος ἡμᾶς τοὺς ἁμαρτωλοὺς διὰ τὴν πολλήν σου φιλανθρωπίαν εἰς τὸ προσφέρειν σοι δῶρά τε καὶ θυσίας ὑπὲρ τῶν ἡμετέρων ἁμαρτημάτων...».

«Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία Του», λοιπόν, ποὺ μᾶς φιλεύει μέσα «εἰς τὰ πανσέπτους ἡμέρας ταύτας» τὴν εὔκαρπο πνευματικὴ  δωρεά,  ὥστε «πάσας τὰς αἰσθήσεις τῆς ἐμπαθοῦς νεκρώσεως» νὰ ἐλευθερώσουμε, μὲ ἀποτέλεσμα  «ἀγαθὸν ταύταις ἡγεμόνα τὸν ἔνδοθεν λογισμόν» νὰ  θεμελιώσουμε. Γιατὶ τότε μονάχα «ὀφθαλμὸς θὰ ἀποστῇ παντὸς πονηροῦ βλέμματος, [ἡ δὲ] ἀκοὴ [νὰ καταστῆ]λόγοις ἀργοῖς ἀνεπίβατος» καί,  τέλος,  ἡ «γλῶσσα καθαρευέτω ρηματων ἀπρεπῶν».

Ὅμως τὸ φίλεμα αὐτὸ θὰ χρειαστεῖ νὰ συντονιστεῖ καὶ μὲ τὴ δικιά μας, τὴν προσωπική, αὐτόβουλη καταθεση στὸ θέλημά Του. Ἐπειδὴ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἀποδεικνύεται,  πρῶτα πρῶτα ὅτι μᾶς ἔχει στὴν ἔγνοια Του καὶ μετά,  πὼς κι ἐμεῖς ἀποδεχόμαστε τὴν πατρική Του τρυφερότητα καὶ φιλοτιμία. Γι’αὐτὸ καὶ ξετυλίγοντας μὲ ὑπομονὴ τὴ διπλωμένη  ἀπὸ τὴ στυγγνὴ καθημερινότητα ψυχή μας, βηματίζουμε μέσα στὴν ὅλη  λειτουργικὴ πορεία, σιμώνοντας τὸ μέγα καὶ πανίερο τοπίο τῆς προσευχῆς. Ποὺ τὸ φωτίζει εὐκατάνυκταἡ μοναδικὴ  κι ἀκοίμητη λαμπαδα τῆς Προγιασμένης.ἡ λαμπάδα ποὺ καταλύει κάθε σκοταδι καὶ φωτίζει τὴν προσευή μας. ἡ λαμπάδα, ποὺ κατέχει τὸ «φῶς Χριστοῦ» ποὺ «φαίνει πᾶσι». Γι’αὐτὸ καὶ Τοῦ ψάλλουμε: «Κατευθυνθήτω ἡ προσευχή μου ὡς θυμίαμα ἐνώπιόν σου, ἔπαρσις τῶν χειρῶν μου, θυσία ἑσπερινή».

Πολλοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἐκστασιάζονται, ἐντυπωσιάζονται καὶ μένουν ἄφωνοι ὅταν, σὲ περιοδεῖες τους σὲ διάφορες χῶρες παρατηροῦν σὲ θρησκευτικὲς τελέτὲς τὴν  τάξη τῶν ἐκεῖ πιστῶν, οἱ ὁποῖοι τιμοῦν  τὰ θρησκευτικὰ δρώμενα τῆς δικιᾶς τους ὁμολογίας. Ποὺ ἀσφαλῶς δὲ συγκρίνεται μὲ τὸ ἱεροπρεπὲς, εὐπρεπές καὶ τρισευλογημένο κλίμα κατανύξεως, ποὺ συναντᾶται ἐκεῖνες τὶς θεοφώτιστες στιγμὲς ποὺ ψάλλεται τό, «Κατευθυνθήτω...». Κι ἀλήθεια, πόση θεοκατάνυκτο φόρτιση δὲ χαρίζουν στὴν ψυχὴ οἱ στιγμὲς αὐτές, καθὼς ὅλο σχεδὸν τὸ ἐκκλησίασμα γονατίζει καὶ εὔχεται. Εὔχεται νὰ ὑψωθεῖ ἡ προσευχή του «ὡς θυμίαμα ἐνωπίόν» Του. Νὰ ὑψωθεῖ, ἀλλὰ καὶ νὰ εἰσακουστεῖ. Ἡ προσευχή,  ποὺ κλείνει μέσα της ἐρωτήματα, καημούς, αἰτήματα καὶ, κυρίως,  ἀναζήτηση τῆς παρουσίας Του «ἐν παντί». Μάλιστα, ἄν προσέξεουμε  τά αἰτήματα ποὺ συλλαβίζει ὁ ἱερέας στὴν  πρώτη εὐχὴ τῶν πιστῶν «μετὰ τὸ ἁπλωθῆναι τὸ εἰλητόν», θὰ καθρεφτίσουμε μέσα της τὴ δικιά μας συνείδηση, καθὼς θὰ παρακαλοῦμε: «Ὁ Θεος ὁ μέγας καὶ αἰνετός...· ἄγνισον ἡμῶν τὰ χείλη τὰ αἰνοῦντα σε, Κύριε....». Ἀλήθεια, ὑπάρχει τρανότερο αἴτημα ἀπ᾿ αὐτό;

Ὄντως ἰερὲς οἱ στιγμὲς αὐτές,  ποὺ χρωματίζονται μυστικὰ ἀπὸ τὰ ποικίλα τῆς ἄνοιξης χρώματα καὶ εὐωδιάζονται ἀπὸ τὴν πληθώρα τῶν ἀνθέων καὶ τὸ μοσχοθυμίαμα. Εὐωδιάζονται   δὲ περισσῶς κι ἀπὸ  τὸ ἄρωμα τῆς πίστης τῶν ὅσων ἀκόμα ἐπιμένουν νὰ ζοῦν μυστικὰ τὴν παρουσία τῶν Οὐρανίων Δυνάμεων, οἱ ὁποῖες «σὺν αὐτοῖς ἀοράτως λατρεύουσι». Λατρεύουσι, περιμένοντας νὰ εἰσοδεύσει ὁ Βασιλεὺς τῆς Δόξης. Περιμένουν μὲ τὴ λαμπάδα τῆς ψυχῆς τους ἀναμμένη καὶ μὲ τὸ λόγο ἕτοιμο: «Ἀμήν, ναὶ ἔρχου,  Κύριε, Ἰησοῦ» (Ἀποκ.22, 20). Ναί, ἔρχου...

 

 

 

 

 

Subscribe to Email