π. Κωνσταντίνου Καλλιανού

Στὴ μνήμη τῆς Μητέρας μου.

«Ὅμως ἐμεῖς τό μόνο πού προσέχαμε ἦταν ἐκεῖνες οἱ φωνές μέσα στά σκοτεινά, πού ἀνέβαιναν, καυτές ἀκόμη ἀπό τήν πίσσα τοῦ βυθοῦ ἤ τό θειάφι. «Ὅι, ὅι, μάνα μου», «ὅι, ὅι, μάνα μου»...( Ὀδ. Ἐλύτης, Ἄξιόν Ἐστι)

«Στήν ἀγκαλιά σου τή γλυκειά, μανούλα μου, ν’   ἀράξω μές στό βαθύ τὸ πέλαγο αὐτό πριχοῦ βουλιάξω».   ( Ἀλ. Παπαδιαμάντης)

Μέρες τρυφερές, μητρικῆς φροντίδας καὶ στοργῆς ἅγιες μέρες ἀνοίχτηκαν μπροστά μας, ἴσαμε,  μὲ τὸν Ἀποστόλων τὸν δῆμον συνοδοιπορον, νὰ  τιμήσουμε, ἑορτάσουμε, πανηγυρίσουμε «τὸ   τελευταῖον ἐν αὐτῇ Μυστήριον». Τὴν Πάνσεπτόν Της Κοίμηση, Τῆς Μητέρας μας τῆς Παναγιᾶς τὴν Κοίμηση.

Εὐωδιαστὲς, ὄντως,  ἀφήνονται οι μέρες αὐτὲς νὰ μᾶς ταξιδέψουν σ᾿ ἕνα καιρὸ ξεχασμένο, δυστυχως,  ὅπου ἡ ἄλλη  ἡ Μητρικὴ στοργή, τῆς μάνας ποὺ μᾶς γέννησε,   δαψιλῶς συμπληρώνονταν ἀπὸ τὴ Χάρη Της. Γιατὶ καὶ στὴ μία καὶ στὴν ἀλλη ἀκουμπούσαμε «τῶν λυπηρῶν τὰς ἐπαγωγάς», ποὺ ράμφιζαν τὴν ψυχή μας. Κι ἀναζητούσαμε, καὶ στὴ μιὰ καὶ στὴν ἄλλη τὴν παραμυθία, ἀνασαίναμε σιμά τους, αἰσιοδοξίας καὶ πλησμονῆς ἐλέους,  εὐωδίες μοναδικές. Μέχρι νἄρθουν  ἄλλα «νέφη τῶν λυπηρῶν» νὰ σταθοὺν ἀπειλητικά, ὅπως οἱ ἐπιθετικὲς καταιγίδες πάνω μας. Γιὰ νὰ τὶς ξεπεράσουμε κι αὐτές, «τῆ μεσιτείᾳ Της», στηριγμένη ἐξαπαντος στὴν εὐχή τῆς μανας μας.

Κι ὕστερα ἦρθε καιρὸς ποὺ μιὰ ἀπὸ τὶς δύο, ἡ κατὰ σαρκα μάνα μας δηλαδή, σταύρωσε τὰ χέρια της, σφραγισε τὸ στόμα της, ἔκλεισε τὰ μάτια κι ἀποκοιμήθηκε. Γιὰ πάντα. Αὐτήν, λοιπόν,  τὴν ἀπουσία ἐκεἰνης  συμπληρώνει ἡ Χάρη Της, καθὼς ἀποπνέει κάθε ἐμπιστοσύνη ἡ Μορφή Της καὶ περισσότερο, ἀφοῦ ἄγρυπνο «προστάτιν  τῆς ζωῆς» μας Τὴν καταλαβαίνουμε καὶ φρουρὰ ἀσφαλεστάτην τὴ νοιώθουμε σὲ τοῦτα τὰ μονοπατια τοῦ βίου τὰ δύσβατα καὶ ἀκανθώδη. Ὅπως καταλαβαίναμε τὴ μάνα μας σὲ ὦρες πυρεττοῦ, ἀδιαθεσίας καὶ ὀδυνηρῶν περιστάσεων ποὺ μᾶς κυκλωναν. Κι ἀφοῦ πλήρωσε τὸ κοινὸν χρέος ἡ μιά,  συμπορευόμαστε μὲ τὴν Ἄλλη,  ἀφήνοντας πίσω μας κάθε τί  τὸ δυσχερὲς καὶ προσβλητικὸ σχήμα τοῦ κοσμου καὶ προστρέχουμε στὴ σκέπη Της.

Δὲ νοιώθουμε καμμιὰν ὀρφάνια, γιατὶ παραμυθούμεθα ἀπὸ τὴν ἔγνοια Της, μᾶς νανουρίζει ἡ ἀγρύπνια Της καὶ  φωτίζει τὰ σκοταδια μας ἠ στοργή Της. Κι ἔτσι πορευόμαστε μέσα στὸ χρόνο, μοναχικοὶ καὶ ἀποσυνάγωγοι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ γεμᾶτοι παρουσίες ἀπὸ τὴν δικιά Της συμπαράσταση. «Καὶ ποῦ λοιπόν ἄλλην εὐρήσω ἀντίληψιν, ποῦ δὲ καὶ σωθήσομαι...». Οἰ ἀνθρωποι ξεχνοῦν γρήγορα, ξιπάζονται ἀναζητοῦν τὴ δόξα-πάντα τὴν ἐφημερη, φυσικά, γιατὶ ἡ ἄλλη δὲν εἶναι προϊὸν δημοσίων σχεσεων καὶ αὐτοπροβολής ἀλλ᾿ εἶναι βραβεῖο, ἔπαινος, πληρωμὴ τοῦ Θεοῦ.

Δεκαπενταυγουστος! Εὔχυμος χρόνος προσευχῆς και δεήσεων. Μέσα στὸ Ἑλληνικὸ τὸ καλοκαίρι, εὐτυχῶς, γιὰ νὰ κατανοοῦμε τὶς δωρεές Του, πάντα τῇ μεσιτείᾳ Της. Ἀφθονία καρπῶν, μέρες περιούσιες, θεϊκὲς λές, εὐκαιρίες γιὰ δοξολογία ἤ καὶ παρακληση-αἴτηση. Ὅλα δοσμένα μὲ μέτρο. Μέτρο ποὺ ὑπολογιζει καὶ τὴν παραμικρὴ λεπτομερεια. Γιατὶ μονάχα ἔτσι καταλαβαίνει ὁ Θεὸς τὰ τῶν ἀνθρώπων, ὅταν ἀπέδωσε τὸν κόσμο ὁλόκληρο στοὺς πρωτόπλαστους δημιουργημένο «καλὰ λίαν» ( Γεν 1, 31).

Δεκαπενταυγουστος, λοιπόν,  μὲ χαρμολύπη στολισμένο καὶ μὲ κέντρο τῆς Γιορτῆς μιὰ κηδεία. Ὅμως, «ζῇ ἀεὶ Θεομήτωρ, κἂν δεκάτῃ θάνε πέμπτῃ». Ὅπως ξέρουμε πιά, ὅτι σιμά Της ζεῖ κι ἡ μάνα μας καὶ μᾶς ἀφουγκράζεται κάθε φορὰ ποὺ ὁ στεναγμός μας, σὲ ὧρες πνιγηρὲς, ἀνεβαίνει ἀπὸ τὸν πυθμένα τοῦ εἶναι μας: «Ἄχ, μάνα μου...Παναγιά μου, Ἐσύ!», ἤ ὅπως συνειδητὰ Τῆς ψάλλουμε, «Οἱ μισοῦντες μάτην βέλεμνα καὶ ξίφη καὶ λάκκον ηὐπράπισαν, καὶ ἐπιζητοῦσι τὸ παναθλιον σῶμα σπαράξαι μου, καὶ καταβιβάσαι, πρὸς γῆν Ἁγνὴ ἐπιζητοῦσιιν· ἀλλ᾿ ἐκ τούτων προφθάσα σῶσον με». Γιατὶ οἱ ὁρατὲς κι ἀὀρατες ρομφαῖες δὲ λέιπουν ποτέ...

Δεκαπενταύγουστος 2017

 
Subscribe to Email