π. Κωνσταντίνου Καλλιανού

Γι᾿ ἄλλη μιὰ χρονιὰ κι ἐτούτη τὴ βραδυὰ τοῦ Μ. Σαββατου σιωπηλοὶ βαδίζουμε πρὸς τὸ ναό,  ὥστε νὰ ζησουμε μὲ λαμπρότητα καὶ  κατάνυξη τὶς κορυφαῖες καὶ ἀθάνατες στιγμὲς τῆς Ἀναστάσεως. Πορευόμαστε μὲ τὴν ἀναστάσιμη λαμπάδα στὸ χέρι καὶ στοχαζόμαστε, πόση εὐφροσύνη καὶ εὐλογία ἀκτινοβολοῦν στὴν πληγωμένη μας ψυχὴ αὐτὲς οἱ πάντιμες στιγμές. Στιγμὲς δέους καὶ αἰσιοδοξίας καθὼς εἶναι, ποὺ μόνο ὁ συνειδητὰ πιστὸς μπορεῖ νὰ βιώσει, νὰ αἰσθανθεῖ, νὰ καταννοήσει. Ὁ πιστός, ποὺ σημαίνει ὁ συμμέτοχος στὸ μεγαλο κι εύεργετικὸ  γεγονὸς τοῦ θείου Πάθους. Γιατὶ δὲν μπορεῖς νὰ ξεπεράσεις «τὸν δι᾿ ἡμᾶς Σταυρωθέντα Κύριον...», ἀλλὰ καὶ «τὴν θεόσωμον Ταφήν Του, καὶ τὴν εἰς ᾍδου Κάθοδόν Του... δι' ὧν τῆς φθορᾶς τὸ ἡμέτερον γένος ἀνακληθέν, πρὸς αἰωνίαν ζωὴν μεταβέβηκε». Ἐπειδὴ τότε θὰ εἶναι μεγάλη ἡ ἀγνωμοσύνη καὶ χαμένος ὁ χρόνος γιὰ ὅσους ἔρχονται στὴν ἐκκλησιὰ  νὰ «παρακολουθήσουν» μονάχα,  τὴν Τελετὴ τῆς Ἀναστάσεως. Ἔτσι, γιὰ τὸ καλό!!! Ἀλήθεια, ποιὸ καλό, ὅταν αὐτὸ δὲ φέρει τὴ σφραγίδα τῆς συμπόρευσης καὶ συναναβάσεως μὲ Ἐκεῖνον;

Συμπόρευση, λοιπόν,  ποὺ δὲν εἶναι ἁπλῶς μετοχή, ἀλλὰ πάνω ἀπ᾿ ὅλα εἶναι ἀφιέρωση, διότι μόνάχα ἄν συνιειδητοποιήσουμε τὶς εὐεργεσίες του καὶ πάνω ἀπ᾿ ὅλα ὅτι «Οὗτος τὰς ἁμαρτίας ἡμῶς φέρει καὶ περὶ ἡμῶν ὀδυνᾶται» (Ἤσ.53, 4 ) , τότε θὰ ἀνακάλύψουμε μέσα στὴν ἀποψινὴ βραδυὰ τὸ κλειδί,  ποὺ θὰ μᾶς ἀνοίξει τὴν θύρα τοῦ Παραδείσου. Αὐτήν,  ποὺ ἀπὸ ἀνοησία κλείσαμε πίσω μας, πιστεύοντας πὼς μακρυά Του θὰ τὰ καταφέρουμε. Κι ὅμως...

Φορτωμένοι ἀπόψε τοὺς βασανισμοὺς τῆς καθημερινότητας, ποὺ δὲν ἔχει καμμία,  μὰ καμμία στοργὴ καὶ φιλανθρωπία, πορευόμαστε πρὸς Ἐκεῖνον ἀναμένοντας  τὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως νὰ λάμψει μέσα μας καὶ στὴ ζωή μας, φωτίζοντας ἀνήλιαγες γωνιές τῆς ψυχῆς καὶ νὰ ζεστάνει τὴν παγωμένη καρδιά. Παγωμένη ἀπὸ τὴν ψυχρότητα ποὺ ἐκπέμπει  ἡ  συμπεριφορὰ τῶν πολλῶν: Φίλων καὶ γνωστῶν.... Γι᾿ αὐτὸ καὶ μέσα στὴν Ἀναστάσιμη θαλπωρὴ νοιώθουμε τὴν ἀπαραίτητη ἀσφάλεια καὶ εὐφροσύνη, κάτι ποὺ δὲν μπορεῖ ὁ κόσμος νὰ μᾶς προσφέρει νὰ μᾶς χαρίσει, ὅσο κι ἄν τὸν ἐρευνήσουμε.

Ὡστόσο δὲν πρέπει νὰ μᾶς διαφεύγει καὶ κάτι ἀκόμη. Πὼς ἡ Ἀνάσταση δὲν εἶναι γεγονὸς αὐτόνομο καὶ ξεχωριστό. Μὲ λίγα λόγια δὲ νοεῖται Ἀνασταση δίχως τὸ Σταυρό, τὸ θάνατο καί, φυσικά, δίχως τὸν σαββατισμό, τὴν ἐθελούσιο, δηλαδή, ἀπουσία τοῦ Κύρίου ἀπὸ τῶν ἔργων Αὐτοῦ. Δίχως τὴν «πολὺν σιγὴν» (Ἁγ.Ἐπιφανιος Κύπρου), ποὺ ἀπαιτεῖται γιὰ νὰ «κυοφορηθεῖ» ἡ Ἀνάσταση  καὶ συνάμα γιὰ νὰ «κατέλθῃ (Ἐκεῖνος) ἐν τοῖς κατωτάτοις τῆς γῆς», ὥστε νὰ θλάσει μοχλοὺς αἰωνίους καὶ παράλληλα «τὸν Ἁδὰμ σὺν τῇ Εὔα» νὰ λυτρώσει «παγγενῆ». Γι᾿ αὐτὸ καὶ εἶναι ὑπερευλογημένο τὸ Μ. Σάββατο, ἐπειδὴ ἀλλιῶς δὲν θὰ μπορέσει νὰ ὑπάρξει «Αὕτη ἡ κλητὴ καὶ ἁγία ἡμέρα, ἡ μία τῶν Σαββάτων, ἡ βασιλὶς καὶ κυρία, (τῶν) ἑορτῶν ( ἡ) ἑορτή, καὶ (ἡ) πανήγυρις (τῶν) πανηγύρεων...».Ἤ πιὸ ἁπλᾶ «Ἀναστάσεως ἡμέρα...(ὤστε νὰ) λαμπρυνθῶμεν» ἀπομακρύνοντας ἀπὸ μέσα μας ὅλα τὰ σκοτάδια,  τὴν κατήφεια καὶ τὴν ἀπόγνωση. Γιατί, «Χριστός Ἀνέστη».

Subscribe to Email