Στὰ περίχωρα τῶν Ἀθηνῶν πρὸς τὸ Βοτανικό, ὑπάρχει μία μικρὴ ἐκκλησούλα πρὸς τιμὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Ἔξω δὲ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἐκκλησούλα βρισκότανε, ἕνα κυπαρίσσι ξερό. Κάποτε ἕνα καλογεροπαίδι πῆγε εἰς ἔνδειξη εὐχαριστίας νὰ προσκυνήση τὸν Ἅγιο, ποὺ τὸν θεράπευσε ἀπὸ μία δυνατὴ γρίππη. Ἡ ἐκκλησούλα ἦταν ἔρημη καὶ τὸν παραξένεψε αὐτὸ τὸ κατάξερο κυπαρίσσι. Πῶς κατὰ τὴ γερμανικὴ κατοχὴ κανένας δὲν... τὸ ἔκοψε νὰ τὸ κάνη ξύλα γιὰ θέρμανση σὲ μία περίοδο, ποὺ οἱ ἄνθρωποι ἔκλεβαν τὰ παραθυρόφυλλα τῶν γειτόνων τους, γιὰ νὰ ἀνάψουν φωτιά!

Ὕστερα ἀπὸ δύο τρία χρόνια ὁ νεαρὸς καλόγερος ξαναγύρισε καὶ πάλι στὸ μικρὸ ἐκκλησάκι, ἀλλὰ τώρα τὸ βρῆκε σκουπισμένο καθαρὸ καὶ τὸ καντήλι τοῦ Ἁγίου ἀναμμένο. Ἔτσι τοῦ ἦρθε νὰ ψάλλη τὸν παρακλητικὸ κανόνα τοῦ Χριστοῦ μας: «Ἰησοῦ Γλυκύτατε, ψυχῆς ἐμῆς θυμηδία…

– Τί ὡραία λογάκια. Ἄκουσε μία φωνὴ πίσω του μόλις τελείωσε ἡ ἀκολουθία!

– Ἂν σ’ ἀρέσουν τόσο κυρούλα, ἔλα νὰ σοὺ μάθω νὰ τὰ ψέλνης!

– Ἄμ, δὲν ξέρω ἐγὼ γυιόκα μου γράμματα, πῶς νὰ διαβάσω;

– Ξέρεις μήπως τότε τὸ «Πιστεύω»;

– Μπὰ εἶναι μεγάλο ἐκεῖνο, ποὺ νὰ τὸ ξέρω ἐγὼ ἡ φτωχή!

– Μήπως τότε ξέρεις τουλάχιστον τὸ «Πάτερ ἠμῶν»;

– Μμ, καὶ αὐτὸ κομμάτι δύσκολο μούρχεται.

– Ἔλα τότε νὰ σοὺ μάθω μία μικρὴ προσευχή, νὰ τὴν λὲς πάντοτε εἶναι πολὺ μικρή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησον μέ!»

– Κύριε, Θεὲ … ἔεε Χριστοῦ…

– Ὄχι ἔτσι γιαγιὰ ἄκου: «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ του…»

– Κύριε, τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Θεοῦ…!

– Δὲν μοῦ λὲς καλὲ κυριούλα, δὲν κάνεις ποτὲ προσευχή;

– Πὼς δὲν κάνω! Πάντα κάνω! Καὶ τώρα πού σου μιλῶ προσεύχομαι!

– Καὶ τί λές;

– Νά, λέω: «Κύριε, ἐλέησον»!

Ἡ τρελλὴ εἶναι σκέφτηκε ὁ νεαρὸς καλόγερος ἡ θεοφόρος. Ἔτσι λοιπὸν τί ρώτησε:

– Τί κάνεις γιαγιάκα ἐδῶ; Πῶς βρέθηκες;

– Ἂχ γυιόκα μου τρία παλληκάρια μούδωσε ὁ Θεὸς καὶ ὅπως μου τάδωσε ἔτσι καὶ μοῦ τὰ πῆρε. Εὐλογημένο τὸ ὄνομά Του. Ὅταν ἔχασα τὸ τρίτο μου παιδί, μ΄άφησε καὶ ἕνα ἐγγόνι ὀρφανό, γιατί ἦταν χῆρος, σὰν μάνα πονοῦσα πολὺ καὶ ἔκλαιγα, ἀλλὰ συνάμα αἰσθάνθηκα μέσα μου στὴν καρδιά μου μία μεγάλη χαρὰ καὶ ἀμέσως μ'έπιασε νὰ λέω «Κύριε, ἐλέησον»! Καὶ ἀπὸ τότε δὲν τὸ ἔχω σταματήσει μέρα νύχτα!

– Καὶ δὲν μοῦ λὲς μανούλα μου, δὲν ἀγανάχτησες!

– Καὶ πῶς νὰ ἀγανακτήσω παιδάκι μου, δὲν ξέρεις πῶς ὅλους τους πειρασμοὺς πού ἔρχονται στὸν ἄνθρωπο τοὺς παραχωρεῖ ὁ Θεός; Ἕνας μόνος πειρασμὸς δὲν εἶναι ἀπὸ τὸ Θεό: Η ΑΠΕΛΠΙΣΙΑ! Ἔτσι λοιπὸν ὅταν ἔμεινα καὶ ἐγὼ στὸ δρόμο μὲ τὸ ὀρφανὸ παρακάλεσα τὸν Θεό μας καὶ μοῦ βρῆκε μία γειτόνισσα πού μοῦ τὸ κράτησε καὶ ἐγὼ ἦλθα σὲ αὐτὸ τὸ ἐκκλησάκι καὶ εἶπα στὸν Ἄη Νικόλα:

– Ἄη Νικόλα μου, δὲν μού ’μεινε πλέον παιδί, γιὰ νὰ μὲ θάψη, δὲν ἔχω πλέον γυιὸ νὰ περιποιηθῶ εἴτε νὰ μὲ στεγάση. Τώρα πιὰ ἐσὺ θὲ νᾶσαι γυιός μου, θὰ σὲ περιποιοῦμαι, θὰ καθαρίζω τὸ σπιτάκι σου, ἀπὸ τὴν ἐλεημοσύνη τῶν ἀνθρώπων θ’ ἀνάβω τὸ καντηλάκι σου, καὶ θὰ κοιμᾶμαι στὸ σπιτάκι σου σὲ μία γωνίτσα, μέχρι τὴν μέρα ποὺ θὰ μὲ θάψης. Γιατί ἐσένα δὲν θὰ σὲ χάσω ποτέ. Ἐσὺ δὲν θὰ μοῦ πεθάνης, ἀλλὰ ἐσὺ θὰ θάψης ἐμένα»!

– Καὶ γιατί κυρούλα, δὲν κόβουνε αὐτὸ τὸ ξεραμένο κυπαρίσσι;

– Αὐτὸ γυιέ μου τὸ κυπαρίσσι δὲν μπορεῖ νὰ κοπῆ. Σ’ αὐτὸ δὰ τὸ δέντρο πρῶτα οἱ τοῦρκοι κρεμοῦσαν τοὺς νεομάρτυρες, εἶναι δέντρο ἁγιασμένο δὰ καὶ κανεὶς δὲν τολμᾶ νὰ τὸ πειράξη!

 

Subscribe to Email