Αρχιμ. Επιφανίου Θεοδωροπούλου

Δύο άνθρωποι ήταν καταδικασμένοι σε θάνατο και τους οδηγούσαν στον τόπο της θανατικής τους ποινής. Θα εκτελείτο η θανατική τους ποινή. Η ποινή θα εκτελείτο με αγχόνη. Ο ένας, ο πρώτος, έβριζε, βλασφημούσε, ήταν γεμάτος οργή, θυμό· του έφταιγαν όλα. Ο άλλος έλεγε: «Μη χειρότερα». Προχωρούσαν στο δρόμο, δεμένοι και με φρουρά.  «Μη χειρότερα». Οπότε εξοργίσθηκε ακόμη περισσότερο ο άλλος. «Βρε άθλιε», του λέει, «να μας κρεμάσουν μας πάνε, τι χειρότερα; Τι θα πει αυτό το “Μη χειρότερα”; Δεν κατάλαβες;», του λέει, «πού πάμε; Τι μας περιμένει; Κρεμάλα!». Ο άλλος, χωρίς να απαντήσει: «Μη χειρότερα».

Προχωρούσαν, έβριζε ο ένας και βλασφημούσε· «Μη χειρότερα», ο άλλος. Φτάνουν στον τόπο της θανατικής εκτελέσεως. Όταν έφθασαν εκεί, ενώ ο δήμιος ετοιμαζόταν να περάσει το σχοινί της αγχόνης, φθάνει καταϊδρωμένος ένας καβαλάρης με ένα φιρμάνι του σουλτάνου προς το δήμιο. «Διαταγή του σουλτάνου να μην τους κρεμάσεις αλλά να τους γδάρεις ζωντανούς». «Τα’ δες τα χειρότερα;», του λέει αυτός. «Εγώ ήξερα τη σκληρότητα του σουλτάνου και απορούσα πώς αποφάσισε να μας δώσει ένα τόσο ανώδυνο τέλος, να μας δώσει μία καταδίκη τόσο ανώδυνη. Ούτε θα καταλαβαίναμε καθόλου το θάνατο με την αγχόνη. Τώρα πώς θα τα βγάλουμε πέρα, που θα μας γδάρουν ζωντανούς;». Και από την αγχόνη, λοιπόν, υπάρχουν χειρότερα.

Από το βιβλίο «Η χαρά του Χριστιανού», έκδ. Σταμάτα 2018, σελ. 312

Subscribe to Email