Διογένη Μαλτέζου

Μοναχός: Ξένε, ποιόν ζητάς να βρεις;

Ξένος: Τον γέροντα μιας Καλύβης που ήταν εδώ κοντά. Δεν μπορώ να σου πω που ακριβώς ήταν, γιατί το δάσος θέριεψε και τα σκέπασε όλα.

Μοναχός: Το όνομα του Γέροντα;

Ξένος: Δεν το θυμάμαι. Έπεσε πολύ σκοτάδι στη μνήμη μου και δεν το θυμάμαι.

Μοναχός: Πες μου τα χαρακτηριστικά του.

Ξένος: Ήταν γεμάτος καλοσύνη. Το πρόσωπό του ήταν γαλήνιο, έλαμπε.

Μοναχός: πες μου και άλλα χαρακτηριστικά γιατί αυτά που μου είπες τα έχουν πολλοί.

Ξένος: όταν μιλούσε χαμήλωνε τα μάτια, μας μιλούσε πάντα για την Παναγία, μας συμβούλευε να αποφεύγουμε την αμαρτία, όμως έδειχνε συμπόνια για τον αμαρτωλό. Αυτές τις στιγμές έλεγε ότι αυτός ο ίδιος ήταν ο πιο αμαρτωλός από τους ανθρώπους. Κάποιες στιγμές τα μάτια του γέμιζαν δάκρυα, τότε προσευχόταν χαμηλόφωνα: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού ελέησόν με τον αμαρτωλό». Και κάτι άλλο να προσθέσω μήπως σε βοηθήσω. Ο γέροντας που ζητώ έμοιαζε με τον παππού μου.

Μοναχός: Ξένε, δεν γνώρισα ποτέ τον παππού σου. Όμως πες μου πόσα χρόνια έχουν περάσει από την τελευταία φορά που είδες τον γέροντα που ζητάς.

Ξένος: Γύρω στα 50 χρόνια, παιδί μου, μαζεύτηκαν δίχως να το καταλάβω. Τόσο το αμέλησα…

Μοναχός: μα εγώ δεν είχα γεννηθεί τότε, ούτε ο γέροντας της Καλύβης μας. Εδώ είμαστε όλοι νέοι. Αύριο θα κάνουμε μνημόσυνο γι’ αυτούς. Μείνε μαζί μας να τους μνημονεύσουμε. Εδώ θα είναι όλοι…

Περιοδικό «Πρωτάτο»

Subscribe to Email