Θεοδόση Νικολάου

Οἱ πόρτες σπασμένες καὶ τὰ παράθυρα σχισμένα

Χαλαρὰ τὰ φατνώματα ἕτοιμα νὰ πέσουν

Κι ἀπὸ τοὺς τοίχους οἱ ἀσβέστες ραγισμένοι

Σωριάζονται στὸ πάτωμα μὲ κρότο κάθε τόσο.

Τὸ σχῆμα καὶ τὸ χρῶμα του ἀλλάζει

Ὅπως ἡ λάμψη ἐνὸς νομίσματος ποὺ ἔρχεται κοντά σου

Ταξιδεύοντας σὲ ποταμοὺς χεριῶν γιὰ χρόνια,

Καὶ δὲν ὑπάρχει νόμος

Νὰ προστατεύσει αὐτὸ τὸ σπίτι

Ὡς οἰκοδόμημα ἰδιαιτέρου καὶ ἐξαισίου κάλλους

Μιᾶς ἐποχῆς ποὺ φεύγει

Καὶ νὰ κριθεῖ διατηρητέον.

Οἱ χαραμάδες ἀνοίγουνε τὴ θέα

Μὲ κάποια ἀδιαφορία ἀποκαλύπτοντας

Αὐτὸ ποὺ τόσα χρόνια μ’ ἐπιμέλεια καὶ φροντίδα

Κρατοῦσε στὸ ἐσωτερικό του μυστικὸ

Καὶ τὸ περίεργο μάτι μ’ ἐνδιαφέρον προσπαθοῦσε

νὰ ἐρευνήσει.

Καὶ τώρα ποὺ ὁ ἥλιος χαμηλώνει στὸν ὁρίζοντα

Καὶ ἡ σκιά μου ἐπιμηκύνεται καὶ ξεπερνᾶ τὸ ἀνάστημά μου

Σχεδὸν ἐκμηδενίζοντας τὴν ὕπαρξή μου

Φοβοῦμαι μήπως κι ἡ ἀθέατη ὀμορφιὰ του κινδυνεύει

Γιατί τὸ κάθε ὡραῖο ποὺ ὑπάρχει χρειάζεται

τὸ στήριγμά του

Ὅπως τὸ ἄγαλμα χρειάζεται τὸ βάθρο του

Ὅπως τὸ ρόδο τὴν ἰσχὺ τοῦ κάλυκός του.

Subscribe to Email