Θεοδόση Νικολάου

Κύριε, διαλέξαμε τό σπόρο μέ φροντίδα.

Γι’ αὐτό καί τό χειμώνα μᾶς ζέσταινε ἡ φωτιά

καί ἡ χρυσή θέα.

Τώρα μές στήν ψυχή μας μπήγεται μαχαίρι.

Θέλεις οὖν ἀπελθόντες συλλέξομεν αὐτά;

Ὁ Κύριος ὅμως ἔκθαμβος κοιτοῦσε τό χωράφι του.

Χαρά τοῦ θόλωνε τά μάτια

Γιατί ποτέ δέν εἶδε

Ποτέ δέν ἀξιώθηκε τέτοιο θέαμα.

Ἄν τά ξεριζώσουν, θά ξεριζώσουν τό στάρι.

Κι ἄν ξεριζώσουν τό στάρι, ξεριζώνεται ἡ ψυχή μας.

Ὑπάρχει καί θά ὑπάρχει λίγος τόπος καί γι’ αὐτά.

Τό χωράφι ὅμως δέν ἦταν πιά χωράφι.

Ἦταν ἕνας ἄλλος οὐρανός

Πεποικιλμένος μέ χρωματιστά ἄστρα

Πού ἄναβαν στό φύσημα τοῦ ἀνέμου

Καί ψιθυρίζανε τό οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνον.

Subscribe to Email