Ἀντάξια τῆς θαυμαστῆς ζωῆς του ἦταν καί ἡ κοίμησή του, ὁσιακή. Τήν προγνώριζε, γι’ αὐτό καί παρακάλεσε ἁγιορείτη Ἱεροδιάκονο, τόν π. Γεννάδιο τόν Κουτλουμουσιανό, πού ἐξομολόγησε τό πρωί τῆς 21ης Νοεμβρίου 1991, ἡμέρα τῶν Εἰσοδίων τῆς Παναγίας, νά μείνει στό Μοναστήρι ὡς τό ἀπόγευμα, γιά νά τόν «ντύσει».

Ὄρθρου βαθέος βρίσκεται στό παρεκκλήσι τῶν Εἰδοδίων τῆς Θεοτόκου, πού πανηγύριζε. Τό πρόσωπό του φωτεινό καί χαρούμενο. Οἱ ἄνθρωποι πού ἀγωνίζονται νά εἶναι κοντά στό Χριστό δέν ἔχουν νά φοβηθοῦν τίποτε ἀπό τό θάνατο, γιατί μέσω αὐτοῦ περνοῦν στήν ἀληθινή καί αἰώνια ζωή. Θάνατος, γι’ αὐτούς, σημαίνει Ζωή καί Ἀνάσταση. Δέν λειτούργησε, ἀλλά ἔψαλε γονατιστός, ὅπως πάντα, μπροστά στήν Εἰκόνα τοῦ Κυρίου μας, στό τέμπλο. Μέ τό τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας πῆρε τό καφεδάκι του καί ξεκίνησε νά ἐξομολογεῖ. Ἐξομολόγησε καί τόν Ἱεροδιάκονο Γεννάδιο καί στή συνέχεια, συνοδευόμενος ἀπό αὐτόν πῆγαν στό Καθολικό τῆς Μονῆς. Προσκύνησαν τόν Ὅσιο Δαυΐδ καί ὅλες τίς εἰκόνες. Τό πρόσωπό του φωτεινό. Ἡ ὅλη παρουσία του γεμάτη Θεία Χάρη. Μέ πολλή ἀγάπη εὐλόγησε καί συνομίλησε, ἔστω γιά λίγο, μέ ὅλους τους πατέρες τῆς Μονῆς. Περιῆλθαν ὅλη τή Μονή καί στή συνέχεια βγῆκαν ἔξω. Ἀνέβηκαν στό ὕψωμα, βόρεια, καί ἀπό ἐκεῖ ἔβλεπε καί καμάρωνε τό Μοναστήρι πού ὑπεραγάπησε καί ὅπου σαράντα χρόνια ὑπεραγωνίστηκε, πόνεσε, δάκρυσε, πάλεψε, θυσιάστηκε γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, γιά τήν ἀγάπη τοῦ Ὁσίου Δαυΐδ καί τῶν εὐσεβῶν προσκυνητῶν του. Τό βρῆκε ἐρείπιο καί μέ λειψανδρία καί τό παρέδιδε ἀνακαινισμένο καί μέ μεγάλη ἀδελφότητα.

Στό κελλάκι του τό μεσημέρι βοήθησε τό νέο Ἱερομόναχο Ἀλέξιο νά μάθει τά τῆς ἀκουλουθίας τῆς κηδείας, πού ἔπρεπε γιά πρώτη φορά νά τελέσει σέ κοντινό χωριό καί ἐν συνεχείᾳ δέχτηκε, κατ’ οἰκονομίαν, μία κοπέλα, τή Γερασιμούλα, γιά ἐξομολόγηση, ἐπειδή διέκρινε ὅτι τό εἶχε μεγάλη ἀνάγκη.

Στίς 4:17΄ τό ἀπόγευμα σάν πουλάκι, ὅπως τό εἶχε προ­είπει, παρέδωσε τό πνεῦμα του «εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος», τήν ὥρα τοῦ καθήκοντος, τήν ὥρα πού ἐξομολογοῦσε καί ἐνῶ περίμενε νά γυρίσουν στό Μοναστήρι ὁ π. Κύριλλος καί ὁ π. Νικόδημος μέ τόν π. Ἱλαρίωνα, πού χειροτονήθηκε ἀπό τόν τότε Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Χαλκίδος Χρυσόστομο τόν Α΄ ἐκείνη τήν ἡμέρα Ἱεροδιάκονος στά Φύλλα τῆς Χαλκίδος. Μόλις οἱ πατέρες χτύπησαν τήν πόρτα, ὁ Γέροντας σηκώθηκε νά τούς ὑποδεχθεῖ, ἀλλά δέν πρόλαβε. Στήν ἀγκαλιά τοῦ π. Κυρίλλου, βγάζοντας ἕνα λεπτό φύσημα ἀπό τά ἅγια χείλη του, ἄφησε τόν φθαρτό αὐτόν κόσμο τοῦ πόνου, περιτριγυρισμένος ἀπό ὅλους τούς Μοναχούς του, τήν ἡμέρα τῶν Εἰσοδίων τῆς Παναγίας. Πραγματοποίησε ἔτσι τή δικιά του εἴσοδο στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, συνοδευόμενος ἀπό τήν Κυρία Θεοτόκο καί ἀπό τούς Ἁγίους τῆς καρδιᾶς του, τόν Ἅγιο Δαυΐδ, τόν Ἅγιο Ἰωάννη τό Ρῶσσο, τόν Ἅγιο Χαραλάμπη, τόν Ἅγιο Ἰάκωβο τόν Ἀδελφόθεο καί ὁ Κύριος γνωρίζει ἀπό πόσους ἀκόμη ὁμοτρόπους του ἀσκητές καί ὁσίους. Ἔφυγε ἀπό αὐτόν τόν κόσμο, χωρίς ποτέ ἐδῶ νά ξεκουραστεῖ, γιά τήν αἰώνια ἀνάπαυση. Ἔφυγε τήν ὥρα τοῦ μεγάλου μυστηρίου τῆς συγγνώμης καί τοῦ ἐλέους μέ τό πετραχήλι του στό λαιμό, τό πετραχήλι πού δρόσισε χιλιάδες ψυχές, τίς γλύκανε καί τίς ἀνακούφισε ἀπό τόσα βάρη.

Ἀπό τό Βιβλίο: «Ὅσιος Δαβίδ: Ἔκδοση Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Δαβίδ, Λίμνη Εὐβοίας 1996».

 

Subscribe to Email