Αδάμου Κόμπου  

Ο Γεώργιος ή Γιώρκος Χρυσοστομίδης «Αρκοντής» ήταν ένα νόθο παιδί του Ζήνωνα Χρυσοστομίδη και μιας εργάτριάς του, της Αρχοντίας που εργαζόταν στα κτήματά του στην Επισκοπή Λεμεσού. Ο Ζήνωνας ήταν ένας μεγαλοκτηματίας και επιχειρηματίας στο χωριό Επισκοπή στην πόλη της Λεμεσού αλλά και σ’ άλλες περιοχές της επαρχίας. Όλες αυτές τις περιουσίες τις δούλευαν αρκετοί εργάτες και εργάτριες, οι ονομαζόμενοι μισταρκοί. Υπήρχαν οι επιστάτες που τους έλεγχαν και δούλευαν όλοι από το «γέννημα» του ήλιου μέχρι το «βούττημα». Κάποιοι διέμεναν στα γειτονικά χωριά τους ή σε πρόχειρα καταλύματα (παράγκες) όπως η μητέρα του «Αρκοντή», η ονομαζόμενη Αρχοντία ή Αρκοντού.

Ο Ζήνωνας νυμφεύτηκε, γύρω στα 1890, μία κοπέλα από την επαρχία Πάφου, της οποίας το όνομα δεν μάθαμε. Αυτός συνέχιζε να κάνει την άτακτη ζωή του, και μέσα στους παράνομους έρωτες του βρέθηκε και η φτωχή Αρχοντία μένοντας έγκυος τον Γιώργο, στα 1915 περίπου, τον ονομαζόμενο αργότερα «Αρκοντή».

Ο Ζήνωνας δεν αναγνώριζε τον παράνομο καρπό του, λόγω του ότι φοβόταν τη σύζυγό του η οποία εν τω μεταξύ δεν καρποφορούσε αλλά και λόγω της κοινωνικής θέσης της καημένης της Αρχοντίας. Έτσι ο καημένος Γιώργος μεγάλωσε μέσα στη φτώχεια, την παραγνώριση και τη χλεύη από μικρούς και μεγάλους. Σχολείο πήγε πολύ λίγο και το εγκατέλειψε διότι τον κορόιδευαν οι συμμαθητές του και ο άλλος κόσμος. Άρχισε να δουλεύει στα χωράφια του «πατέρα» του. Αυτός όμως γνωρίζοντας τη φτώχεια από πρώτο χέρι, χάριζε στους εργάτες διάφορα προϊόντα που παρήγαγαν. Αυτό το αντιλήφθηκε ο «πατέρας» του και τους έδιωξε από την εργασία τους στην Επισκοπή, πηγαίνοντας απ’ εδώ και απ’ εκεί, πάντοτε μαζί με τη μητέρα του, την οποία υπεραγαπούσε. Τελικά κατέληξε να κατοικεί σε μια παράγκα έξω από το εργαστήριο του καραβομαραγκού Χαράλαμπου Αυγουστή, στην ομώνυμη σήμερα οδό Χαράλαμπου Αυγουστή στη Μέσα Γειτονιά, κοντά στο γεφυράκι που οδηγεί στον Άγιο Αθανάσιο. Σ’ αυτό το μέρος παρέμειναν από τη δεκαετία του 1950 μέχρι τον θάνατό τους.

Τα χούγια του Αρκοντή

Από τη Μέσα Γειτονιά κατέβαινε κάθε πρωί στο κέντρο της Λεμεσού, αρχίζοντας από τότε να είναι επαίτης, για να μπορεί να εξασφαλίζει τα προς το ζην, αφού από τον «πατέρα» του Ζήνωνα δεν είχαν οποιανδήποτε συμπαράσταση. Ήταν πάντοτε ρακένδυτος, ανυπόδητος, φορώντας μια βαριά χλαίνη, χειμώνα καλοκαίρι. Είχε μια σεντόνα, κρεμασμένη πάνω του, σχηματίζοντας μ’ αυτή έναν μεγάλο χώρο για φύλαξη των τροφίμων που του δώριζαν. Κρέμονταν πάνω του καμιά κατσαρόλα και μια καραβάνα, κρατώντας και κανένα πιάτο, γυρίζοντας μ’ όλα αυτά τη Λεμεσό.

Αρκετοί παλαιότεροι που γνώρισαν τον Αρκοντή, ενόσω ζούσε, και οι περισσότεροι νεότεροι, πολύ πιθανόν να μη γνωρίζουν τη φιλάνθρωπη πλευρά του χαρακτήρα του, γνωρίζοντας ίσως μόνο ότι ήταν ένας άνθρωπος που κυκλοφορούσε στην πόλη της Λεμεσού, ακάθαρτος, ρακένδυτος που ύβριζε και βωμολοχούσε ρίχνοντας και πέτρες σ’ όσους τον πείραζαν. Αυτή η πλευρά του χαρακτήρα του Αρκοντή ναι έτσι ήταν. Όμως κάθισαν όλοι αυτοί να ρωτήσουν και να μάθουν τα πόσα τράβηξε και συνέχιζε να τραβά μέχρι την ημέρα του θανάτου του;

Μελετώντας κάποιος τον χαρακτήρα του Αρκοντή, θα εύρισκε ένα σωρό ευαισθησίες που πιθανόν ένας άλλος άνθρωπος «σωστός» δεν θα είχε.

Πρώτα απ’ όλα αγαπούσε, εκτιμούσε και νοιαζόταν τους φτωχούς συνανθρώπους του, ιδίως τους άλλους ανάπηρους επαίτες, τυφλούς, κουτσούς, πνευματικά ελλιπείς κ.λπ. Όμως πολύ ιδιαίτερη αγάπη έτρεφε στα φτωχά παιδιά, τα οποία φρόντιζε όσο περισσότερο μπορούσε. 

Την εποχή που δραστηριοποιόταν στη Λεμεσό ο Αρκτοντής (1940 - 1960) δεν υπήρχε οποιαδήποτε φροντίδα από το κράτος σ’ αυτές τις κατηγορίες ανθρώπων που προανέφερα. Έτσι η επαιτεία βρισκόταν στο αποκορύφωμά της. Σε κάθε καντούνι της πόλης ήταν αδύνατο να μη συναντήσει κάποιος διάφορους επαίτες και πρώτο και καλύτερο τον Αρκοντή. Τον φιλάνθρωπο χαρακτήρα του, τον γνώριζαν αρκετοί, ήταν μάλιστα ο πρώτος στις εισπράξεις μεταξύ των επαιτών. Όλα αυτά τα χρήματα που μάζευε, τα μοίραζε στους άλλους επαίτες που δεν είχαν τη δυνατότητά του στις εισπράξεις. Πολύ λίγα χρήματα φύλαγε για τον εαυτό του και τη μητέρα του. Επίσης μ’ ένα μέρος απ’ αυτά τα χρήματα αγόραζε καραμέλες και τις προσέφερνε με μεγάλη ευχαρίστηση στα φτωχά παιδιά των διαφόρων φτωχογειτονιών, όπως ήταν η μπαραγκογειτονιά του Αγίου Νικολάου, των Κούπων, της Παμπούλας και αλλού.

Εκτός από καραμέλες, εάν αντιλαμβανόταν ότι δεν είχαν κάτι να φάνε, τους έδινε και κάποια χρήματα απ’ αυτά που έπαιρνε από την επαιτεία. Η φτώχεια και η πείνα την τότε εποχή ήταν πολύ μεγάλη και ο Αρκοντής με τις μεγάλες του ευαισθησίες προσπαθούσε να βοηθήσει, όσο μπορούσε.

Είναι αναρίθμητες οι περιπτώσεις όπου αφού ρωτούσε τους άλλους επαίτες εάν είχαν να φάνε, πήγαινε σε φιλικά του εστιατόρια φέρνοντάς τους ένα πιάτο φαγητό, όμως με τη συμφωνία να επιστρέψει το πιάτο, πράγμα που το τηρούσε με αυστηρότητα. Ο σουβλατζιής Πατίκης στην οδό Γλάδστωνος, ήταν ο τακτικός του τροφοδότης σουβλακιών, όχι για τον εαυτό του αλλά για τους άλλους, και το χαιρόταν ο Πατίκης. Και δεν ήταν ο μοναδικός εστιάτορας που του προσέφερνε φαγητό αφού γνώριζε και τον σκοπό που το ζητούσε. Στο μεγάλο Παντοπουλείο (Α’ Δημοτική Αγορά) πήγαινε από τους πρώτους πρωί - πρωί. Γύριζε σ’ όλους τους μανάβηδες και αυτοί με ευχαρίστηση του έδιναν τουλάχιστο από ένα φρούτο. Ένα μήλο, ένα αχλάδι, ένα πορτοκάλι καμιά μπανάνα κ.λπ., όπου τα τοποθετούσε μέσα στη σεντόνα του.

Γνώριζε την ώρα που τα παιδιά του διπλανού ελληνικού γυμνασίου και του διπλανού δημοτικού σχολείου (ήσαν και τα δύο σχολεία στον σημερινό χώρο στάθμευσης Α. Θεμιστοκλέους κοντά στο Παντοπουλείο), θα έβγαιναν στο διάλειμμά τους. Πήγαινε τρεχάτος όσο μπορούσε και έπαιρνε τη θέση του στα σκαλοπάτια της εισόδου. Εκεί κατέφθαναν όλοι οι φτωχοί μαθητές και τους έδινε από ένα φρούτο, ίσως και κανένα σελίνι. Αυτό το έκανε κάθε μέρα, γεμίζοντας από χαρά και αγαλλίαση. Έπαιρνε τον δρόμο περπατητός και τις περισσότερες φορές ανυπόδητος, για τις φτωχογειτονιές. Φθάνοντας εκεί, τα παιδιά έτρεχαν πάνω του ζητώντας του να τους δώσει κανένα σελινούι και καραμέλες (κουφέτες).

Έψαλε σιγανά έξω από τις εκκλησίες. Του άρεσε κάθε Κυριακή πρωί να πηγαίνει έξω από τις εκκλησίες για να ζητιανεύει και ταυτόχρονα για να ακούει τη λειτουργία, όπου μεγάλο μέρος γνώριζε και έψαλε σιγανά κι αυτός. Σε ερώτηση κάποιων που τον άκουγαν να ψάλει, γιατί δεν μπαίνει στην εκκλησία, τους έλεγε «δεν μου επιτρέπουν οι επίτροποι γιατί είμαι ανυπόλητος». Στην Ορθόδοξη Χριστιανική μας πίστη είναι πολύ γνωστό ότι αγιοποιήθηκαν άνθρωποι που συμπεριφέρονταν, κάποιες φορές, σαν τρελοί, χορεύοντας, πηδώντας, φωνάζοντας. Ήταν οι ονομαζόμενοι «σαλοί», δηλαδή σαλεμένοι άνθρωποι του Θεού.

Ο Αρκοντής φρόντιζε ακόμη και τον πατέρα του που τον παραγνώρισε και τον εγκατέλειψε, αλλά και που ο ίδιος κατέληξε να είναι πάμπτωχος, παίρνοντάς του κρυφά, μερικά χρήματα κάθε πρωί.

Ο Αρκοντής σκοτώθηκε από χτύπημα αυτοκινήτου μια χειμερινή βροχερή βραδιά, η ώρα 6 - 7 στις 14 Νοεμβρίου του 1970 στην οδό Αγίας Ζώνης πιο πάνω από τον κινηματογράφο ΑΡΙΕΛ, που οδηγεί στη Μέσα Γειτονιά σε ηλικία περίπου 63 χρονών.

Subscribe to Email