π. Ανδρέα Αγαθοκλέους

Ο φόβος της εξαφάνισης του προσώπου μας μετά το θάνατο, νομίζω πως είναι η ουσία του φόβου μας μπροστά στο γεγονός του θανάτου. Ενός γεγονότος πανανθρώπινου, βέβαιου και άγνωστου χρόνου.

Η χωρίς αποδείξεις μετά-θάνατον ζωής, αυξάνει τις φοβίες και οδηγεί στην απώθηση – μη απασχόληση, ή σε νευρωτικές – αρρωστημένες καταστάσεις που διαλύουν την ύπαρξη και χάνεται η χαρά της ζωής. Η Ελληνορθόδοξη παράδοσή μας δεν απωθεί το γενονός του θανάτου ως να μην υπάρχει ούτε χαίρεται για τον ερχομό του ως να είναι τα χρόνια της ζωής μας λόγος δυστυχίας. Η μνήμη του θανάτου, που διαβάζουμε στα Πατερικά συγγράμματα και στα Γεροντικά, οδηγεί σε εγρήγορση, ώστε «ο εργάτης της αρετής να είναι κάθε στιγμή έτοιμος να αντικρύσει ήρεμα το θάνατο»[1]. Κάθε τι που υπερβαίνει τις αισθήσεις, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει. Απλά, οι αισθήσεις, που μας γνωρίζουν τον αισθητό κόσμο, αδυνατούν να μας γνωρίσουν τον υπέρ- αίσθηση. Χρειάζεται άλλη δυνατότητα που, όπως τις αισθήσεις του σώματος, δεν την έχουν όλοι. Όσοι όμως έχουν τη δυνατότητα της πίστης «είναι σίγουροι γι’ αυτά που ελπίζουν και βέβαιοι γι’ αυτά που δεν βλέπουν» (Πρβλ. Εβρ. 11,1)

Η προσωπική σχέση με το Χριστό ως το νικητή του θανάτου, που πραγματοποιείται με την προσευχή, τη συμμετοχή στα μυστήρια της Εκκλησίας και τον αγώνα για την τήρηση των εντολών Του, δίνει την εμπειρία της νίκης του θανάτου. Υπάρχει ως γεγονός, θεωρείται ως αποτέλεσμα της πτώσης, αντικρίζεται ως μυστήριο, αλλά, συγχρόνως, υπάρχει ελπίδα πως ο θάνατος δεν φέρνει εκμηδένιση και σκοτάδι αλλά συνέχιση της ζωής, φως και χαρά. «Κράτα το νου σου στον Άδη και μη απελπίζου» κατά τον άγιο Σιλουανό.

Ενδείξεις για τη μετά θάνατο ζωή πάντα υπήρχαν και θα υπάρχουν. Θα αναφέρω μόνο τρεις:

  1. Η περίπτωση του Αγίου Λαζάρου που η κάθοδός του στον Άδη πριν τη κάθοδο του Χριστού, τον γέμισε θλίψη και σκέψη για το τι υπάρχει, ώστε ποτέ πια να μην γελάσει, κατά την παράδοση.
  2. Η περίπτωση του Ησυχίου του Χωρηβίτου, όπως την περιγράφει ο άγιος Ιωάννης στην Κλίμακα: «Αυτός ζούσε αμελέστατα χωρίς το παραμικρό ενδιαφέρον για την ψυχή του. Κάποτε, λοιπόν, συνέβη να ασθενήσει βαρύτατα και να φθάσει στο σημείο, ώστε επί μία ώρα ακριβώς να φαίνεται ότι απέθανε. Συνήλθε όμως πάλι, οπότε μας ικετεύει όλους να φύγωμε αμέσως. Και αφού έκτισε την πόρτα του κελιού του, έμεινε κλεισμένος μέσα δώδεκα χρόνια, χωρίς να ομιλήση καθόλου με κανένα. Όλο αυτό το διάστημα δεν γευόταν τίποτε άλλο, εκτός από ψωμί και νερό. Καθόταν μόνο εκστατικός εμπρός σε εκείνα πού είδε στην έκστασί του. Τόσο πολύ σκεπτικός, ώστε ποτέ πλέον δεν άλλαξε η έκφρασίς του. Και πάντοτε σαν αφηρημένος, χύνοντας αθόρυβα και συνεχώς θερμά δάκρυα. Μόνο όταν πλησίασε η ώρα του θανάτου του, αποφράξαμε την πόρτα και εισήλθαμε μέσα. Και αφού πολύ τον παρακαλέσαμε, τούτο μόνο είπε: «Συγχωρήστε με, αδελφοί. Αυτός που εγνώρισε τι σημαίνει μνήμη θανάτου, δεν θα μπορέση ποτέ πλέον να αμαρτήση»[2].
  3. Η τρίτη περίπτωση αναφέρεται σ’ ένα Ρώσσο νεαρό που έπασχε από πνευμονία, αρχές του 20ου αιώνα, πέθανε κι επανήλθε. Περιγράφει όσα είδε στο βιβλίο «Επιστροφή από την άλλη ζωή»[3].

Τα όσα πιο πάνω γράφονται δεν σκοπεύουν να πείσουν για την άλλη ζωή. Δεν υπάρχει άλλη ζωή! Μία είναι η ζωή μας, αυτή που ζούμε και με το θάνατο – χωρισμό ψυχής και σώματος, το σώμα επανέρχεται στην αρχική του θέση, σύμφωνα με το «γη ει και εις γην απελεύσει». Η ψυχή «μεταβαίνει» στον υπέρ- αίσθηση κόσμο, αναμένοντας την κοινήν ανάσταση, για να ενωθεί πάλι με το άφθαρτο, πια, σώμα ώστε ο άνθρωπος ολόκληρος (ψυχή-σώμα) να συνεχίσει αιώνια την όντως Ζωή με το Θεό της αγάπης «συν πάσι τοις αγίοις Αυτού».

[1] Ηγουμένης Θεοδώρας Χαμπάκη, Γεροντικόν, Εκδ, Λυδία, Θες/νίκη 1993, σ. 155.

[2] Ιω. Σιναΐτου Κλιμά, Εκδ. Ι.Μ.Παρακλήτου 1984, σ. 137-138.

[3] Έκδοση Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/νίκη 19922.

 

 

Subscribe to Email